ευσεβεια

ευσεβεια
    εὐσέβεια
    ἥ тж. pl.
    1) благочестие, благоговение
    

(Ζηνός Soph.; πρὸς θεούς Plat., Dem., εἰς θεούς Plat. и περὴ θεούς Plat., Isocr.)

    πρὸς εὐσέβειαν Soph. — по благочестию, из благочестивых чувств;
    μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης Aesch. — Арей, для которого нет ничего святого

    2) почтение, глубокое уважение
    

(εἰς γονέας Plat.)

    3) (тж. δόξα εὐσεβείας Xen.) слава сыновней или дочерней любви
    

(εὐσέβειαν φέρειν ἐκ πατρός Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευσεβεια" в других словарях:

  • εὐσεβεία — εὐσεβείᾱ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβείᾳ — εὐσεβείᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐσέβεια — patrons of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσέβεια — reverence towards the gods fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — η εκδήλωση σεβασμού προς κάτι το ιερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐσεβείας — εὐσεβείᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc pl εὐσεβείᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβείαι — εὐσεβείᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίαι — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὑσέβεια — εὐσέβεια , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβειῶν — εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»